- ζυγοστάθμιση
- Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα περιστροφής του. Αυτό επιφέρει επικίνδυνα φορτία στα έδρανα του άξονα, τα οποία εξαντλούνται με συνεχείς ταλαντώσεις. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, οι ταλαντώσεις αυτοενισχύονται φτάνοντας έως την πλήρη θραύση του άξονα.
Η διαταραχή αυτή της ισορροπίας μπορεί να είναι στατική και δυναμική. Στην πρώτη περίπτωση, το κέντρο του περιστρεφόμενου σώματος δεν συμπίπτει με τον άξονα περιστροφής. Στη δεύτερη, αν και διατηρείται και η πρώτη, υπάρχει ένα ζεύγος δυνάμεων που τείνει να παράγει μια στρεφόμενη δύναμη. Αυτή είναι η περίπτωση ενός έλικα που φέρει στα άκρα του δύο ίσα βάρη, μετατοπισμένα κατά έναν ορισμένο βραχίονα ως προς τον άξονα του έλικα.
Η ζ. της στατικής ισορροπίας πραγματοποιείται με πολύ απλό τρόπο: το στρεφόμενο σώμα τοποθετείται έτσι ώστε να περιστρέφεται εύκολα γύρω από τον άξονά του και παράλληλα ελέγχουμε, ενδεχομένως με την προσθήκη αντίβαρων, αν το σώμα έχει αδιάφορη ισορροπία σε οποιαδήποτε θέση.
Η δυναμική ζ., αντιθέτως, είναι περισσότερο περίπλοκη και επιτελείται με ειδικές μηχανές, τώρα πλέον ηλεκτρονικές και με τεράστια ευαισθησία.
Μία από τις πιο κοινές περιπτώσεις ζ. είναι η ζ. των τροχών του αυτοκινήτου, η οποία πραγματοποιείται όταν η φθορά των ελαστικών έχει μεταβάλει την κατανομή του βάρους ως προς τον άξονα του τροχού. Χάρη στη νέα τεχνολογία, οι τροχοί ζυγοσταθμίζονται επάνω στο όχημα, συμβάλλοντας στην καλύτερη και ασφαλέστερη οδική συμπεριφορά.
* * *και ζυγοστάθμηση, η (Μ ζυγοστάθμησις)ζύγιση, ζύγισμα, στάθμιση με ζυγόνεοελλ.τεχνολ. η με αντίβαρα εξουδετέρωση τών κραδασμών τών κινούμενων εξαρτημάτων μιας μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + στάθμιση (< σταθμίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.